φυγάς

Revision as of 19:43, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

English (LSJ)

άδος, ὁ, ἡ: (φεύγω):—

   A one who flees from his country, either voluntarily, runaway, fugitive, or by legal sentence, exile, Hdt.1.150, 3.138, etc.; ἐξεκηρύχθην φ. S.OC430; ἐξελήλαμαι φ. ib.1292; φ. πάσης τῆς χώρας X.HG4.1.7; τῆς πατρίδος Pl.Alc.2.145b; ἀνθρώπων Plu.Ant.69; φ. τῆς τῶν ἐξελασάντων πονηρίας Th. 6.92; φ. ἐξ Ἤλιδος, ἐκ Λαρίσης, X.HG3.2.29, 6.4.34; φυγάδ' ἀπ' οὐρανοῦ θεόν A.Supp.214; φ. ἐξ Ἀθηνῶν ὑπὸ Ἀθηναίων X.HG1.5.19; φ. παρ' ὑμῶν a deserter from... Id.Cyr.6.3.11; ἔνθεν . . εἰμὶ φ. Id.An. 5.6.23; τοὺς δὲ φ. ἐντεῦθεν ἐποίησε Lys.13.64, cf. X.HG4.1.40; κατάγειν φυγάδας to restore them, Hdt.5.31; φ. καθεῖναι, καταδέχεσθαι, X.HG2.2.20, 5.2.10: prov., αἱ ἐλπίδες βόσκουσι φυγάδας E.Ph. 396; αἱ φ. πύλαι D.H.1.46; μηδένα εἶναι . . ὑπερορίαν φυγάδα, is dub. in Pl.Lg.855c.    II of an army, put to flight,S.Ant.108 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1312] άδος, ὁ, ἡ, flüchtig; πτηνῶν ἀγέλας τόξοισιν ἐμοῖς φυγάδας θήσομεν Eur. Ion 109; – Flüchtling, bes. landesflüchtig, ein Verbannter, Verwiesener, zuerst bei Her. 8, 65, u. oft bei den Attikern; Aesch. Ag. 1255 Ch. 928 u. öfter; Soph. ἐκτὸς οἴκων κἀπὶ γῆς ἄλλης φυγὰς ἀπώλου El. 1125; εἰ τοὺς κτανόντας Λάϊον γῆς φυγάδας ἐκπεμψαίμεθα O. R. 309, u. öfter; ἤλασέν μ' ἀπ' οἴκων φυγάδα Eur. Gr. 763, u. öfter; Thuc. 6, 92; φυγάδας ἐντεῦθεν ἐποίησεν Lys. 13, 64; φυγάδα ποιεῖν τῆς πατρίδος Plat. Alc. II, 145 b; φυγὰς πάσης χώρας Xen. Hell. 4, 1,7; παρά τινος, Ueberläufer, Cyr. 6, 3,11; auch c. acc., wie φεύγων, Plat. Legg. IX, 855 c.