ορος, ὁ, (μέλω)
A one who cares for, an avenger, ἀμφί τινα S. El.846 (lyr.).
[Seite 122] ορος, ὁ, der Sorgende, Fürsorger, ἐφάνη μελέτωρ ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει, Soph. El. 835, von dem Rächer; Suid. erkl. ὁ τιμωρούμενος πατρί