ες,
A abominable, accursed, οἶστρος Pl.Lg.854b; στάσις Id.R.470d; γνώμη D.C.44.1.
[Seite 99] ες, verderblich, οἶστρος Plat. Lgg. IX, 854 b; νύχη 881 e; στάσις Rep. V, 470 d; Sp.