προστυγχάνω

Revision as of 19:44, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

English (LSJ)

   A obtain one's share of, and generally, obtain, προστυχόντι τῶν ἴσων S.Ph.552; ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχών Id.El.1463: c. dat., meet with, hit upon, Pl.Lg.844b, 893e, Plt.262b, Sph.246b.    2 of events, befall one, κακότας π. τινί Pi.Fr.42.5.    3 = πρόσειμι, φασι τῷ ἐμβρύῳ προστυγχάνειν ἕτερον χιτῶνα Sor.1.58.    4 abs., ὁ προστυγχάνων the first person one meets, anybody, Pl.Lg.914b; πᾶς ὁ π. ib. 808e; οἱ αἰεὶ -τυγχάνοντες Th.1.97; ὁ προστυχὼν Φρύξ Herod.3.36: so in neut., τὰ προστυχόντα ξένια whatever fare there was, E.Alc.754; ἐρρύφεον τὸ προστυχόν anything that came handy, Hp.Acut.39; but τὸ προστυχόν casualness, Pl.Ti.34c; πράξει τὸ π. ἑκάστοτε will act offhand, Id.Lg.962c; ἐκ τοῦ προστυχόντος offhand, ex tempore, Plu.2.150d, 407b; so κατὰ τὸ π. D.H.7.1.

German (Pape)

[Seite 784] (s. τυγχάνω), dazu kommen, zufällig treffen, begegnen, εἰ δέ τις κακότας προστύχῃ, Pind. frg. 177; erlangen, προστυχόντι τῶν ἴσων, Soph. Phil. 548, vgl. El. 1455; τὰ προστυχόντα ξένια, Eur. Alc. 757; u. in Prosa: ἤδη γὰρ καὶ ἐγὼ τούτων συχνοῖς προσέτυχον, Plat. Soph. 246 b; Polit. 262 b; τὸ προστυχόν, Tim. 61 e; εἰ πράξει τὸ προστυχὸν ἑκάστοτε, was sich immer darbietet, Legg. XII, 962 c, ὁ προστυχὼν ἀεὶ τιμωρείσθω, Dem. 25, 96; Sp., ὅπλοις αὐτοσχεδίοις καὶ τοῖς προστυχοῦσιν ὡπλίζετο, Hdn. 7, 12, 2; dah. τὸ προστυχόν, das Zufällige, das Ungefähr, ἐκ τοῦ προστυχόντος, von Ungefähr, durch einen Zufall, Plut. de Pyth. or. 25.