ὁπλίζω

Revision as of 19:44, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

English (LSJ)

aor. ὥπλισα, Ep. ὥπλισσα (v. infr.): pf. ὥπλικα (παρ-) D.S.4.10 : plpf.

   A ὡπλίκει D.C.78.6:—Med., fut. -ίσομαι (ἐφ-) AP9.39 (Music.), -ιοῦμαι Sch.Il.13.20 : aor. ὡπλισάμην, Ep. ὁπλίσσατο (v.l. ὡπλ-) Od.2.20:—Pass., aor. ὡπλίσθην Hdt.2.152, etc., Ep.3pl. ὅπλισθεν Od.23.143: pf.ὥπλισμαι E.Ba.733, etc.—Hom. usu.uses the augm., but codd. have ὁπλισάμεσθα Od.4.429, ὅπλισθεν 23.143 (v.l. ὥ-): (ὅπλον, cf. ὁπλέω, ὅπλομαι):—make or get ready, in Hom. of meats and drink, ἐπεί ῥ' ὥπλισσε κυκειῶ Il.11.641 ; ὅπλισσόν τ' ἤϊα Od.2.289 ; δαῖθ' ὁ. E.Ion852:—Med, δόρπον or δεῖπνον ὁπλίζεσθαι make oneself a meal ready, Od.2.20,16.453, Il.11.86 ; ὡπλίσσατο λύχνον Emp.84.1 ; ὁ. θυσίαν θεοῖς cause it to be prepared, E.Ion1124.    2 of chariothorses, get ready, harness, equip, αὐτὰρ ὅ γ' υἷας ἄμαξαν . . ὁπλίσαι ἠνώγει Il.24.190 (so in Med., prepare or get ready for oneself, ἐΰτριχας ὡπλίσαθ' ἵππους 23.301) ; ὥπλιζον ἵππους προμετωτιδίοις X.Cyr.6.4.1 :— Pass., of ships, νῆες . . ὁπλίζονται Od.17.288 ; of any implements, λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη ready for use, A.Th.433 ; θώρακα . . περιβόλοις ὡπλισμένον furnished with, E.Ion993.    3 of persons, esp. of soldiers, equip, arm, Hdt.1.127, E.Ion980, etc.; also, train, exercise soldiers, Hdt.6.12 : in Att. Prose, arm or equip as ὁπλῖται, ὁπλίζειν τὸν δῆμον πρότερον ψιλὸν ὄντα Th.3.27, cf. 6.100 (Pass.), Lys.31.15, etc.:—Med. and Pass., make oneself ready, prepare or equip oneself, get ready, ἀλλ' ὅ γ' ἄρ' ἔξω ἰὼν ὡπλίζετο Od.14.526 ; ὅπλισθεν (for ὡπλίσθησαν) δὲ γυναῖκες the women got ready [for dancing], 23.143 ; Τρῶες . . ἀνὰ πτόλιν ὡπλίζοντο were arming, Il.8.55 ; ἀλλ' ὁπλιζώμεθα θᾶσσον Od.24.495 ; χαλκῷ ὁπλισθέντας Hdt.2.152 ; κατάπερ Κόλχοι ὡπλισμένοι Id.7.79 ; χρωμένους τῷ πλήθει ὡπλισμένῳ Pl.R.551e ; ὁπλίζου, καρδία E.Med.1242 : c. inf., τοὶ δ' ὡπλίζοντο . . νέκυάς τ' ἀγέμεν, ἕτεροι δὲ μεθ' ὕλην Il.7.417 ; βουσφαγεῖν ὡπλίζετο E.El.627:—in Med., also c. acc., ὁπλίζεσθαι χέρα arm one's hand, Id.Or.926 (in Act., Id.Alc.35 (anap.)); ὁπλίζεσθαι θράσος arm oneself with boldness, S.El. 996, cf. AP5.92, 1 Ep.Pet.4.1: freq. c. dat. instrum., ὁπλιζώμεσθα φασγάνῳ χέρας E.Or.1223, cf. Ph.267 ; θύρσοις διὰ χερῶν ὡπλισμέναι Id.Ba.733.

German (Pape)

[Seite 359] (s. ὅπλον), zubereiten, zurecht machen; ἅμαξαν, den Wagen anschirren, Il. 24, 190; auch im med., ἵππους ὡπλίσατο, er schirrte sich die Pferde an, Il. 23, 301; von Schiffen, νῆες ὁπλίζονται, die Schiffe werden ausgerüstet, Od. 17, 288; von Speisen und Getränken, ἐπεί ῥ' ὥπλισσε κυκειῶ, Il. 11, 611, u. oft im med., ὡπλίσσατο δεῖπνον, er bereitete sich die Mahlzeit, 11, 86, u. öfter in der Od.; θυσίαι, ἃς θεοῖς ὡπλίζετο, Eur. Ion 1124. – Med. u. pass. sich fertig machen zu Etwas; ὅπλισθεν (d. i. ὡπλίσθησαν) δὲ γυναῖκες, sie schickten sich an zum Tanze, Od. 23, 143; τοὶ δ' ὡπλίζοντο μάλ' ὦκα, Il. 7, 417; Od. 14, 526; pass. φλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη, Aesch. Spt. 415. – Bes. sich zum Kriege rüsten, sich bewaffnen, Il. 8, 55 Od. 24, 495; κἂν ψιλὸς ἀρκέσαιμι σοί γ' ὡπλισμένῳ, Soph. Ai. 1102; χέρα, Eur. Rhes. 84, wie ὁπλιζόμεσθα φασγάνῳ χέρας, Or. 1223; auch ὡπλισμένος χεῖρα φασγάνῳ, Phoen. 274; Plat., u. sonst in Prosa sehr gewöhnlich; bei Her. 6, 12 im activ., τοὺς ἐπιβάτας, einexerciren, in den Waffen einüben; ὥπλιζον ἵππους προμετωπιδίοις, Xen. Cyr. 6, 4, 1. – Aristarch wollte es bei Hom. immer ohne Augment schreiben, vgl. Spitzner zu Il. 8, 55.