ἔνδιος
English (LSJ)
ον,
A at midday, at noon (but ἔνδιον τὸ δειλινόν Plu.2.726e), ἔνδιος δ' ὁ γέρων ἦλθ' Od.4.450; ἔνδιοι ἱκόμεσθα Il.11.726; ποιμένας ἐνδίους πεφυλαγμένος Theoc.16.95; ἔνδῑον Κυνὸς ἄσθμα AP10.12; ἄλκαρ ἴδεος ἐνδίοιο Call.Fr.124; ἔνδῐον ἦμαρ ἔην A.R.4.1312; but also ἐνδίοις· ὀρθρίνοις (ὀρθηνίοις cod.), Hsch. 2 in the daytime, Arat.498; ἔ. οἰνοπότης AP7.703 (Myrin.). 3 from the sky, ὕδωρ Arat.954; hanging in mid-air, ἀκρεμόνες AP9.71 (Antiphil.). II Subst. ἔνδιον, τό, noon, ποτὶ τὤνδιον Call.Cer.39 (also in masc., δείελος ἀλλ' ἢ νὺξ ἢ ἔνδιος ἢ ἔσετ' ἠώς Id.Hec.1.4.1). 2 evening, ἐς ἔνδῑον A.R. 1.603, cf. Plu. l. c. [ῑ Hom.; ῑ and ῐ later (v. supr.).] (From ἐν δῐϝῐ, cf. Skt. div- 'daylight, sky', Lat. diu 'by day'.)