μετακίνησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A shifting: motion in space, e.g. of rotation about an axis, κατὰ πᾶς αν μ., ἐν πάσῃ μ., Autol.1, Aristarch.Sam.1; dislocation, σφονδύλων Gal. 8.269. 2 generally, change, Hp.Insomn.90, Thphr.HP2.2.12; μετακινήσεις τοῦ κόσμου Arist.Pr.892a27; ἡ ἐς τὸ βαρβαρικώτερον μ. Arr.An.4.8.4.
German (Pape)
[Seite 147] ἡ, das vom Platze Rücken, Fortbewegen, Umstellen, Plut. Marc. 25; übtr., ἡ μ. Ἀλεξάνδρου ἐς τὸ βαρβαρικώτερον, Arr. An. 4, 8, 6.