μύουρος

Revision as of 19:46, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_4)

English (LSJ)

(B), ἡ, a plant,

   A mouse-tail, Orib.Fr.52, Alex.Trall.8.2.    II = σάμψυχον, Ps.-Dsc.3.39.
μύουρ-ος (A), ον, (μῦς, οὐρά)

   A tapering (lit. mousetailed), of a non-carnivorous fish's στόμα (snout), Arist.PA662a32, 697a1; of the αἱμόρροος 11, ἐπ' εὖρος τέτρυται μύουρος ἀπὸ φλογέοιο καρήνου Nic.Th.287, cf. 225; ἐξ εὐρείας τῆς κεφαλῆς μείουρος κάτεισιν ἔστε ἐπὶ τὴν οὐράν Ael.NA15.13· εἰς (ἐπὶ) μείουρον ἄγεσθαι taper towards the tail, Philum.Ven.21.1, 27.1; ἐν τῷ μειούρῳ τῆς οὐρᾶς the tapering part of a horse's tail, Hippiatr.55; τὸ μείουρον (sc. τοῦ σπέρματος) πρὸς τὴν γῆν ἄγοντας Gp.10.57.8, cf. 10.63.4; κάμαξ μύουρος Apollod.Poliorc.172.9 (v.l. μεί-), 182.6, cf. Ph.Bel.51.8 (μύ-), 83.20 (μεί-) ; πύργον . . ἐς μύουρον ἀνιόντα Paus.10.16.1; αἱ πρὸς ὄμμα τε καὶ ὀρθογώνιοι στοαὶ πόρρωθεν μείουροι φαίνονται Hero *Deff.135.9 (v.l. μύ-) ; μετρεῖ τὰ μείουρα ὡς κώνους κολούρους, i.e. roughly, ib.8; σφὴν μείουρος Id.*Stereom.1.28; λίθος μείουρος ib.2.17 (v.l. μύ-), 59; ξύλον μύουρον Id.*Mens.8 (as Subst. μείουρος, ὁ, tapering prism, Id.*Deff.133.2, *Geom.3.24); ἐκφύσεις κατὰ τὸ ἄκρον μείουροι Diocl.Fr.27; μείουρος σχηματισμὸς [τῶν δακτύλων], i.e. with the tips pressed together, Sor.2.60; μύουρον σχῆμα Str.2.5.6, Apollod.Poliorc.181.3; μερίς, τμῆμα, γραμμή, Str.11.11.7. Adv., συνηγμένων μειούρως τῶν δακτύλων Paul.Aeg.6.74.    2 στίχοι μείουροι 'tapering' hexameters, in which the first syllable of one of the last two feet is short instead of long, Ath. 14.632e, cf. Sch.Heph.p.290 C., Eust.900.7.    3 of the pulse, dying away gradually, Gal.8.480,524, 9.314. Adv. -ρως ibid.    4 of an epic poem with only a single μῦθος, ὥστε . . βραχέως δεικνύμενον μύουρον φαίνεσθαι it seems too short, Arist.Po.1462b6; of periods, Id.Rh.1409b18. (In this group of words codd. freq. vary between μυ- and μει-; both μυουρία and μειουρία are recognized by Eust. l. c.: μυ- prob. became μει- by phonetic change, cf. ἐρρηγεῖα, κώδεια, etc.: μῠ- Nic. Th.225, D.P.l.c., but μῡ- Nic. Th.287.)

German (Pape)

[Seite 218] mäuseschwänzig, am Ende abgestumpft, spitz zngehend; στόμα, Arist. part. an. 3, 1. 4, 13; Nic. Th. 225; στοά, S. Emp. pvrrh. 1, 118 adv. math. 7, 244, vgl. μείουρος. – Ἡ μύουρος u. τὸ μύουρον sind Kräuter, Diosc.