ταγέω
English (LSJ)
A to be ruler, ἁπάσης Ἀσίδος Id.Pers.764.
German (Pape)
[Seite 1063] Beherrscher, Anführer sein, τινός, Aesch. ἕν' ἄνδρα πάσης Ἀσιδος ταγεῖν Pers. 750.
A to be ruler, ἁπάσης Ἀσίδος Id.Pers.764.
[Seite 1063] Beherrscher, Anführer sein, τινός, Aesch. ἕν' ἄνδρα πάσης Ἀσιδος ταγεῖν Pers. 750.