γομφόω
English (LSJ)
A fasten with bolts or nails, esp. of ships, ἴκρια γομφώσαντες Nonn.D.40.447:—mostly in Pass., γεγόμφωται σκάφος the ship's hull is ready built, A.Supp.440, cf.Ar.Eq.463, AP11.248 (Bianor). II metaph., curdle, γάλα λευκὸν ἐγόμφωσεν Emp.33.
German (Pape)
[Seite 501] durch γόμφοι verbinden, bes. von Schiffen; ἴκρια Nonn. 40, 448; sonst nur pass., γεγόμφωται σκάφος Aesch. Suppl. 435; ναῦς γομφωθεῖσα, fertig gezimmert, Bian. 9 (XI, 248); übertr. Ar. Equ. 461 μ' οὐκ ἐλάνθανεν τεκταινόμενα τὰ πράγματ' ἀλλ' ἠπιστάμην γομφούμεν' αὐτὰ καὶ κολλώμενα. Auch = Milch gerinnen machen, Empedocl. 193.