ἐνζεύγνυμι
English (LSJ)
A yoke, ἐνιζευχθέντες βόες A.R.1.686; bind fast, ἄρθρα ποδοῖν S.OT718. II metaph., involve in, ἀνάγκαις ταῖσδ' ἐνέζευγμαι A.Pr.108; τί ποτέ μ' . . ἐνέζευξας . . ἐν πημοσύναις; ib.578 (lyr.).
A yoke, ἐνιζευχθέντες βόες A.R.1.686; bind fast, ἄρθρα ποδοῖν S.OT718. II metaph., involve in, ἀνάγκαις ταῖσδ' ἐνέζευγμαι A.Pr.108; τί ποτέ μ' . . ἐνέζευξας . . ἐν πημοσύναις; ib.578 (lyr.).