ἰσχύω

Revision as of 19:48, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

English (LSJ)

(ἰσχύς), Batr.279: impf.

   A ἴσχυον Ar.V.357, X.HG6.4.18: fut. ἰσχύσω Ar.Av.1607, etc.: aor. ἴσχῡσα S.Aj.502, etc.: pf. ἴσχῡκα Aeschin.1.165, Cerc.17.34:—Pass., aor. κατ-ισχύθην D.S.15.87: (ἰσχύς):—to be strong in body, S.Tr.234; ὅπως ὑγιαίνοιεν καὶ ἰσχύοιεν X.Cyr.6.1.24; ὃς μέγιστον ἴσχυσε στρατοῦ S.Aj.502; ἰ. τοῖς σώμασιν X.Mem.2.7.7; τοῦ σώματος ἰσχύοντος Antipho 5.93; ἴσχυόν τ' αὐτὸς ἐμαυτοῦ, i.e. I had all my strength, Ar.V.357; ἰ. ἐκ νόσου to be recovering, X.HG6.4.18.    2 to be powerful, prevail, μηδὲν μεῖον ἰ. Διός A.Pr.510, etc.; πλέον, μεῖζον ἰ., E.Hec.1188, Ar.Av.1607; later ἰ. πρός τινα prevail against, LXXPs.12(13).4; ἐπί τινας ib.1 Ma.10.49; ἰ. τινί to be strong in a thing, σοφία ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἰσχύει Pi.Fr.61; θράσει E.Or.903; ἐν τῇ ποιητικῇ Phld.Po.5.9; ἰ. τινὶ πρὸς τοὺς πολεμίους Th.3.46; ἰ. ἐκ πονηρίας D.2.9; ὅθεν ἰσχύομεν, ᾗπερ ἰσχύουσι, Th.1.143, 2.13; ἰ. παρά τινι have power or influence with one, Id.8.47, Aeschin.2.2, D.38.20, etc.    b of things, prevail, ὅρκος οὔτι Ζηνὸς ἰ. πλέον A.Eu. 621; τἀληθὲς γὰρ ἰσχῦον τρέφω S.OT356; τὸ δίκαιον ἐν πᾶσιν ἰ. D. 37.59; have force, ἃ ὡρίσω σὺ δίκαια, ταὐτὰ . . καὶ κατὰ σοῦ προσήκει τοῖς ἄλλοις ἰσχύειν D.19.241, cf. 25.71; ὁ λόγος δόξειεν ἂν ἰσχύειν Arist. Pol.1280a28; νομὴ ἄδικος οὐδὲν ἰ. is of no force, PTeb.286.7 (ii A.D.); ἰσχῦόν τι something permanent, prob. in Epicur.Ep.1p.7U.: c.inf., ὁ καιρὸς ἰσχύει . . πράττειν D.17.9, cf. LXX 2 Ch.2.6(5), al., Plu.Pomp. 58; οὐκ ἰ. ἀρτιστομεῖν Str.14.2.28, cf. Ev.Marc.5.4, D.Chr.33.22, etc.    3 to be worth or equivalent to, ἡ μνᾶ ἰσχύει λίτρας δύο καὶ ἥμισυ J.AJ14.7.1, cf. PGnom.106, Ptol.Tetr.134; αἱ ψῆφοι τάλαντον ἰσχύουσιν (prob. for ἴσχουσιν) Plb.5.26.13.    4 Act., condense, νεφέλας LXXSi.43.15.    b ἄρτον πᾶσαν ἡδονὴν ἰσχύοντα making strong . ., ib.Wi.16.20 (in se habentem, Vulg.).    5 -ύοντες ἀστέρες those in dominating positions, Serapion in Cat.Cod.Astr.8(4).226. [ῡ in Batr. l.c., Trag. and Com., S.Aj.1409, OT356, Ar.V.357, Av. 488, 1606; later, ῠ sts. in pres. and impf., AP5.166 (Asclep.), 211 (Mel.).]

German (Pape)

[Seite 1273] (ἰσχύς), stark sein, muthig, gewaltig sein; ὑπέρ τινα Pind. frg. 13; μηδὲν μεῖον ἰσχύσειν Διός Aesch. Prom. 508; Eum. 591; ὃς μέγιστον ἴσχυσε στρατοῦ Soph. Ai. 495; auch von Sachen, τἀληθὲς γὰρ ἰσχῦον τρέφω O. R. 356; Ar. Vesp. 357; καὶ ὑγιαίνειν Xen. Cyr. 6, 1, 24; ἐκ τῆς νόσου Hell. 6, 4, 18; ἰσχύειν τινί, wodurch mächtig, stark sein, Thuc. 2, 13. 3, 140; πρὸς τοὺς πολεμίους 3, 46; Kraft haben, gelten, ἐν ᾗ ἂν πόλει αἱ γενόμεναι δίκαι μηδὲν ἰσχύωσιν Plat. Crit. 50 b, vgl. Polit. 294 a; λόγοι Lys. 4, 12; ἡ κατηγορία ἰσχύει παρὰ τοῖς ἀκούουσι Aesch. 2, 2, der auch ἴσχυκε καὶ σύνηθες ἐγένετο λέγειν vrbdt, 1, 165; πλεῖστον ἰσχῦσαι παρά τινι, bei Einem sehr viel vermögen, gelten, Dem. 38, 20; Plut. Pomp. 2. – [ἴσχυε mit kurzem υ Asclepd. 19 (V, 167), u. ἰσχύετε Mel. 53 (V, 212).]