ὁδόω
English (LSJ)
A lead by the right way, οὗτός σ' ὁδώσει τὴν τρίγωνον ἐς χθόνα A.Pr.813 ; δυστέκμαρτον ἐς τέχνην ὥδωσα θνητούς ib.498 : c. inf., τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα who put mortals on the way to wisdom, Id.Ag.176 (lyr.); of things, direct, ordain, E.Ion1050 (lyr.):—Pass., to be on the right way, τὰ ἀπ' ὑμέων χρηστῶς ὁδοῦται Hdt.4.139.
German (Pape)
[Seite 294] den Weg zeigen, führen; οὗτός σ' ὁδώσει τὴν τρίγωνον ἐς χθόνα, Aesch. Prom. 815; δυστέκμαρτον εἰς τέχνην ὥδωσα βροτούς, 496, vgl. Ag. 169; übertr., ὅδωσον δυσθανάτων κρατήρων πληρώματα, Eur. Ion 1050; übh. leiten, τὰ ἀπ' ὑμέων ὑμῖν χρηστῶς ὁδοῦται, Her. 4, 139. – Nach Hesych. im med. auch = πορεύομαι.