κροκονητική
English (LSJ)
(sc. τέχνη), ἡ, (
A κρόκη 1.1) the art of spinning the woof, opp. στημονονητική, Pl.Plt.283a.
German (Pape)
[Seite 1512] ἡ, sc. τέχνη, die Kunst, den Faden des Einschlags zu spinnen, Plat. Polit. 282 e.
(sc. τέχνη), ἡ, (
A κρόκη 1.1) the art of spinning the woof, opp. στημονονητική, Pl.Plt.283a.
[Seite 1512] ἡ, sc. τέχνη, die Kunst, den Faden des Einschlags zu spinnen, Plat. Polit. 282 e.