ἐνθράσσω
English (LSJ)
A prick, τὰ ὀστέα τὰ κατεηγότα ἐ. τὸν χρῶτα Hp.Art.46 ( = ἐγκείμενον νύττει, Gal.19.98); = ὑποκινεῖν, ταράττειν, Tim.Lex. post ἕδος.
A prick, τὰ ὀστέα τὰ κατεηγότα ἐ. τὸν χρῶτα Hp.Art.46 ( = ἐγκείμενον νύττει, Gal.19.98); = ὑποκινεῖν, ταράττειν, Tim.Lex. post ἕδος.