μεταβουλεύω
English (LSJ)
A alter one's plans, change one's mind, ἀμφί τινι Od.5.286. II mostly in Med., Hdt.1.156, E.Or.1526 (troch.); μ. ἄνω καὶ κάτω Pl. Epin.982d; μ. ὥστε μένειν Hdt.8.57: c. μή et inf., μετὰ δὴ βουλεύεαι στράτευμα μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα Id.7.12: c. gen., repent of, μ. τῆς ἀφίξεως Alciphr.2.4.19.
German (Pape)
[Seite 145] seinen Beschluß ändern, ἀμφί τινι, Od. 5, 286, μετεβούλευσαν θεοὶ ἄλλως. – Gew. im med.; μεταβουλευσόμεσθα Eur. Or. 1526; so auch Her. 7, 12. 8, 57; ἀλλ' οὐ μεταβουλευόμενον ἄνω καὶ κάτω Plat. epin. 982 d; Sp., wie Luc. Prom. 7.