σταγών

Revision as of 19:50, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6a)

English (LSJ)

όνος, ἡ, (στάζω)

   A drop, κροκοβαφὴς σ., of blood, A.Ag.1122 (lyr.), cf. Ch.400 (anap.); φόνου S.OT1278, cf. E.Ba.767; ὡς ἐκ πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα σταγών, of water, Id.Supp.81 (lyr.); σ. ἀποπίπτουσιν Hp.Flat.8; δίψιοι σ., of tears, A.Ch.186, cf. Ag.888; οἴνου χλωραὶ σ. E.Cyc.67 (lyr.); Λεσβία σ., of wine, Ephipp.29; τῆς . . ἀπὸ Λέσβου . . σταγόνος Antiph.174.5; σ. σπονδῖτις AP6.190 (Gaet.); σ. μαζῶν, of milk, ib.7.552 (Agath.); σ. πίσσης Str.16.2.44; σ. τοῦ κόσμου, the sea, M.Ant.6.36; ψυχραῖσιν σταγόνεσσι with dew-drops, IG 14.1942; σταγόσι κατέστικται is covered with spots, bespeckled, Ael. NA12.24; κατὰ σταγόνα drop by drop, S.E.M.7.90 (irreg. nom. pl. στάγες as if from στάξ, A.R.4.626).    II a metal,= ὀρείχαλκος or ἄσπρον χάλκωμα, Ti.Locr.99c, v. Sch. (p.22 ed. Gelder).

German (Pape)

[Seite 926] όνος, ἡ, der Tropfen; πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ' ἔνι σταγών, Aesch. Ag. 862; u. von den Thränen, ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι σταγόνες, Ch. 184, vgl. 394; φόνου μυδώσας σταγόνας, Soph. O. R. 1278, oft bei Eur., οἴνου χλωραὶ σταγόνες Cycl. 67, u. Folgde; κυάνεαι, Flecken, Ael. H. A. 12, 24; σπονδῖτις, Gaetul. 3 (VI, 190), – An. Rh. 4, 626 hat auch einen unregelmäßigen plur. στάγες. – Bei Tim. Locr. 99 c neben μόλυβδος, ein leichtflüssiges Metall, vielleicht Zinn; Hesych. erkl. τὸ καθαρὸν σιδήριον.