κατακλείω

Revision as of 19:51, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

English (LSJ)

old Att. κατακλῄω Th. (v. infr.): a rare fut. κατακλιῶ dub. in Eup.287, cf. HeroBel.107.13:—Med., aor.

   A -εκλεισάμην X. Cyr.7.2.5:—Pass., aor. -εκλῄσθην, -εκλείσθην (v. infr.); Ion. -εκληΐσθην Hdt.2.128; Dor. -εκλᾴσθην Theoc.7.84: pf. -κέκλῃμαι Ar.Pl. 206.    I c. acc. pers., shut in, enclose, e. g. a mummy in its case, Hdt.2.86: freq. of blockading, τοὺς Ἕλληνας ἐς τὴν νῆσον κ. Th.1.109; κ. ἑαυτοὺς εἰς ἔρυμα X.Cyr.4.1.18; κατακλείειν τοὺς γυμνῆτας εἴσω τῶν ὅπλων Id.An.3.4.26; κ. εἰς πολιορκίαν, εἰς δυσχωρίας, D.H. 6.74, 11.26; κ. τινὰ ἐν φυλακῇ Ev.Luc.3.20, cf. OGI669.17 (Egypt, i A. D.): metaph., κ. ἑαυτὸν εἰς πολιτείαν, i.e. not to be a cosmopolite, X.Mem.2.1.13:—Pass., ἐς τὸ τεῖχος κατακλῄεσθαι Th.4.57; ναυσὶ κατεκλῄσθησαν Id.1.117, cf. X.An.3.3.7; ὅταν ἐς [νεφέλας] ἄνεμος κατακλῃσθῇ Ar.Nu.404; εἰς μικρὸν τόπον -κεκλῃμένοι Isoc.4.34; διὰ τοῦ ζῆν . . κ. ἐν Ἀπόλλωνος ἢ Ἀθηνᾶς Phld.D.1.17:—Med., shut oneself up, ἐν τοῖς βασιλείοις X.Cyr.7.2.5; also κατεκλᾴζετο shut up the bride with oneself [in the bridal-chamber], Theoc.18.5:—Pass., κατεκλᾴσθης Id.7.84.    2 metaph., νόμῳ κ. shut up, i.e. compel, oblige, ἂν . . πᾶσαν τὴν δύναμιν νόμῳ κατακλείσητε ἐπὶ τῷ πολέμῳ μένειν D.4.33, cf. And.3.7, Antiph.190.15.    3 metaph., τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλειμένης being reduced, D.26.11; εἰς σπάνιν κατακλεισθῆναι D.S.20.74: generally, confine, ἐν τῷ κατὰ φύσιν πέρατι -κέκλειται τἀγαθόν Metrod.Herc.831.8; πᾶσαι αἱ ἐπιχειρήσεις εἰς μίαν ἀπόδειξιν -κλείονται Phld.Rh.2.283 S.; κατακλείειν τὸ πᾶν τῆς τέχνης εἰς . . confine the whole business of art to... Hld.3.4.    II c.acc.rei, shut up, close, τὰς πυλίδας Hdt.1.191; τά ἱρά Id.2.124, cf. 128 (Pass.); τὸ ἐργαστήριον Id.4.14; τὸν δίφρον X.Cyr.6.4.10; εὑρὼν ἅπαντα κατακεκλῃμένα Ar.Pl.206:—in Pass., of humours in the body, Hp.Loc.Hom. 27.    2 clamp down, make fast, of stones in masonry, IG7.3073.158(Lebad.); also κ. [τὴν δεξιάν] Luc.Prom.2.    3 close a speech, conclude, D.L.10.138; εἰς ἀπειλὴν κ. τὸν λόγον with a threat, D.H. 7.14, cf. A.D.Synt.234.17; οὐ κ. διάνοιαν give no complete sense, Id.Adv.119.6 (δ. shd. be supplied, Id.Synt.179.13); conclude an argument or inference, Phld.Sign.15,33.

German (Pape)

[Seite 1353] att. -κλῄω (s. simpl.), verschließen, einschließen, einsperren; κατέκλεισεν αὐτὰ καὶ κατεσημήνατο Xen. Hell. 3, 1, 27; ἑαυτοὺς εἰς ἔρυμα Cyr. 4, 1, 18; αὐτοὺς εἴσω τῶν ὅπλων An. 3, 4, 26; εἰς τὴν νῆσον κατέκλῃσεν Thuc. 1, 109; ὅταν εἰς ταύτας ἄνεμος ξηρὸς κατακλεισθῇ Ar. Nubb. 404; öfter bei Sp. – Med. κατακλεισάμενος, der sich einschloß, Xen. Cyr. 7, 2, 5. – Zuschließen, δίφρον Xen. Cyr. 6, 4, 20. Auch πάλιν ταῖς ναυσὶ κατεκλῄσθησαν, wurden durch die Schiffe blokirt, Thuc. 1, 117; Sp. mit ἐν, z. B. κατακλείσαντες ἑαυτοὺς ἐν τῷ στρατοπέδῳ Hdn. 5, 8, 12; N. T. – Ubtr., τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλειμένης Dem. 26, 11; εἰς σπάνιν D. Sic. 20, 74. – Vom Schließen der Rede, Sp., τελευτῶν εἰς ἀπειλήν τινα τοιάνδε κατέκλεισε τὸν λόγον, er schloß mit folgender Drohung, D. Hal. 7, 14; – νόμῳ κατακλείειν, eigtl. durch ein Gesetz in gewissen Schranken halten, nöthigen, mit folgdm acc. c. inf., Andoc. 3, 7; Dem. 4, 33; Antiphan. bei Ath. VIII, 343 a. – Perf. pass. κατακεκλειμένοι εἰς τόπον Isocr. 4, 34, vor Bekker κατακεκλεισμένοι.