βρυωνία
English (LSJ)
ἡ, prop.
A = ἄμπελος μέλαινα, Dsc.4.183; also, = ἄμπελος λευκή, bryony, ib.182, cf. Gal.11.827; β. ἀγρία, = χαμαίπιτυς, Ps.-Dsc.3.158; β., φύλλον, ib.125.
German (Pape)
[Seite 467] ἡ, dasselbe, Diosc.; auch βρυωνίς, Nic. Th. 858.