κάραγος
English (LSJ)
ο τραχὺς ψόφος, οἷον πρι<όντ>ων, Hsch. καραδάλη· ἀρμενοθήκη, Id.
German (Pape)
[Seite 1325] ὁ, ein scharfer, greller Ton, wie der Sägen, Hesych.
ο τραχὺς ψόφος, οἷον πρι<όντ>ων, Hsch. καραδάλη· ἀρμενοθήκη, Id.
[Seite 1325] ὁ, ein scharfer, greller Ton, wie der Sägen, Hesych.