στοιχέω

Revision as of 19:52, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

English (LSJ)

   A to be drawn up in a line or row, οὐδ' ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἂν στοιχήσω beside whom I stand in battle,—from the oath of Athenian citizens, ap.Stob.4.1.48, cf. Poll.8.105; move in line, X.Cyr.6.3.34, Eq.Mag.5.7; to be in rows, of leaves or joints, Thphr.HP3.18.5, 3.5.3; κατὰ τὸ στοιχοῦν in sequence, Arist.Int.19b24.    2 correspond, ὅπως ἀεὶ ἡ ἡμέρα στοιχῇ καθ' ἑκάστην πόλιν OGI458.52 (i B.C.).    3 to be satisfactory to one, στοιχεῖ μοι πάντα τὰ προγεγραμμένα BGU 317.14 (vi A.D.), cf. Sammelb.6258 (v/vi A.D.), etc.    II c. dat., fit, [καταστρωτῆρα] στοιχοῦντα τοῖς κειμένοις IG7.3073.153 (Lebad., ii B.C.): metaph., to be in line with, walk by, agree with, submit to, τῇ τῆς συγκλήτου προθέσει Plb.28.5.6; διὰ τῶν ἔργων στοιχεῖν αὐτοσαυτῷ SIG734.6 (Delph., i B.C.); τῇ πρός τινα εὐνοίᾳ BCH55.44 (Odessus, i B.C.); ταῖς πλείοσι γνώμαις D.H.6.65; τῷ νομίσματι S.E.M.1.178; τοῖς προειρημένοις φιλοσόφοις ib. 11.59; Πνεύματι Ep.Gal.5.25, cf. Ep.Phil.3.16; τοῖς ἴχνεσι τῆς πίστεως Ep.Rom.4.12; στοίχεις (Aeol. pres. part.) τοῖς προϋπαργμένοισι IGRom. 4.1302 (Cyme, i B.C./i A.D.); ἠθέλησεν στοιχοῦσαν τοῖς προπεπραγμένοις παρέχεσθαι τοῖς πολίταις τὴν αὑτοῦ διάληψιν OGI764.45 (Pergam., ii B.C.); μιᾷ σ. to be contented with one wife, Sch.Ar.Pl. 773; στοιχῶν πᾶσιν ὑπέγραψα CPR30 ii 41 (vi A.D.): abs., στοιχεῖν βουλόμενος καὶ τοῖς ἐκείνων ἴχνεσιν ἐπιβαίνειν SIG708.5 (Istropolis, ii B.C.); στοιχεῖς τὸν νόμον φυλάσσων observest it regularly, Act.Ap. 21.24.

German (Pape)

[Seite 946] in einer Reihe neben oder hinter einander stehen, ἐφεξῆς εἶναι κατὰ βάθος, Poll. 1, 127; ἡ ἑκατοστὺς στοιχοῦσα ἑπέσθω, in einer langen Reihe, Xen. Cyr. 6, 3, 34. Dah. = folgen, στοιχεῖν τῇ προθέσει τινός, Pol. 28, 5, 6; N. T.; die athenischen Epheben schworen nach Poll. 8, 105 u. Stob. Floril. 43, 48 οὐδ' ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἂν στοιχήσω, neben dem ich in Reihe und Glied stehen werde – Bes. von Tanzenden, beim Reigen neben einander, in einem Gliede stehen, Jac. Philostr. 647. – Uebertr., beitreten, beistimmen, τινί, στοιχεῖν μιᾷ γυναικί, mit einer Frau zufrieden sein, Schol. Ar. Plut. 773.