σπάλαξ
English (LSJ)
[σπᾰ], ᾰκος, ἡ, also ἀσπάλαξ (q.v.),
A blind-rat, Spalax typhlus, Arist.de An.425a11, LXX Le.11.30; masc.in Ael.NA11.37:— also written σφάλαξ, Paus.7.24.11. II ἵππων εἶδος οἱ σ. (perh. mole-coloured), Hsch.: cf. σπαλακός. III meadow-saffron, Colchicum parnassicum, Thphr.HP1.6.11 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 916] ὁ, auch ἀσπάλαξ, ακος, der Maulwurf. Vgl. σκάλοψ.