ἰσοϋψής
English (LSJ)
ές,
A of equal height, Euc.11.34,al.; τείχει, νεῷ, Plb.8.4.4, Str.17.1.28:—also ἰσό-ϋψος, ον, Gal.18(1).757.
German (Pape)
[Seite 1268] ές, gleich hoch; κλίμακα ἰσοϋψῆ τῷ τείχει Pol. 8, 6, 4, a. Sp.
ές,
A of equal height, Euc.11.34,al.; τείχει, νεῷ, Plb.8.4.4, Str.17.1.28:—also ἰσό-ϋψος, ον, Gal.18(1).757.
[Seite 1268] ές, gleich hoch; κλίμακα ἰσοϋψῆ τῷ τείχει Pol. 8, 6, 4, a. Sp.