άδος, ἡ, poet. fem. of λεπρός,
A rough, λεπρὰς πέτρα Theoc.1.40, cf. Opp.H.1.129.
[Seite 30] άδος, ἡ, poet. fem. zu λεπρός, πέτρα, Theocr. 1, 40, ein rauher Fels; auch subst., χθαμαλαὶ ψαμαθώδεις λεπράδες, Hügel, Opp. Hal. 1, 129.