ῥακόεις
English (LSJ)
εσσα, εν,
A ragged, torn, tattered, AP6.21. II (ῥάκος 11) wrinkled, χρώς ib.11.66 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 833] εσσα, εν, 1) lumpig, zerrissen, zersetzt, τήν τ' ἐπινωτίδιον βροχετῶν ῥακόεσσαν ἀγωγόν Ep. ad. 176 (VI, 21). – 2) wie ῥαγόεις, runzlig, χρὼς παρειῆς Antiphil. in Paralip. 122 (XI, 66).