κατακρέμαμαι
English (LSJ)
Pass.,
A hang down, be suspended, Hdt.4.72, Cratin. 164; τινος from a thing, Plu.2.672a.
German (Pape)
[Seite 1356] (s. κρέμαμαι), herabhangen; Cratin. bei Ath. IV, 183 e; Sp., κώδωνες πολλοὶ κατακρέμανται τῆς ἐσθῆτος Plut. Symp. 4, 6, 2.