ὀνειδιστήρ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = sq.,
A abusive, λόγοι ὀ. E.HF218.
German (Pape)
[Seite 345] ῆρος, ὁ, = Folgdm; λόγους ὀνειδιστῆρας ἐνδατούμενος, Eur. Herc. F. 218; Maneth. 4, 235.
ῆρος, ὁ, = sq.,
A abusive, λόγοι ὀ. E.HF218.
[Seite 345] ῆρος, ὁ, = Folgdm; λόγους ὀνειδιστῆρας ἐνδατούμενος, Eur. Herc. F. 218; Maneth. 4, 235.