ή, όν,
A of or for a γυμνής, ὅπλα X.Cyr.1.2.4, Plu.Flam.4; τὸγ., = γυμνητεία, Str.7.3.17.
[Seite 509] zu Leichtbewaffneten gehörig, ὅπλα Xen. Cyr. 1, 2, 4; Plut. Flamin. 4; τό γ., = γυμνητία, Strab. VII p. 306.