πομπή

Revision as of 19:54, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

English (LSJ)

ἡ, (πέμπω)

   A conduct, escort, θεῶν ὑπ' ἀμύμονι πομπῇ Il.6.171; οὔτε θεῶν πομπῇ οὔτε θνητῶν ἀνθρώπων Od.5.32; π. δόμεναι 9.518; πομπᾷ Διὸς ξενίου A.Ag.748 (lyr.); θείῃ π. χρεώμενος Hdt.1.62, cf.3.77; οὐρία π., of a fair wind, E.IA 352 (troch.); also ἀνταίαν πνεῦσαι π. ib.1324 (lyr.): in pl., Ἀπολλωνίαις πομπαῖς Pi.P.5.91; Ζεφύροιο πομπαί Id.N.7.29; βασιλέως ὑπὸ πομπαῖς A.Pers.58 (anap.), etc.    b concrete, an escort, ὑπ' εὔφρονι πομπᾷ Id.Eu.1034 (lyr.).    2 sending away, sending home, ἔπειτα δὲ καὶ περὶ πομπῆς μνησόμεθα Od.7.191, cf. 8.545, etc.; ὄφρα τάχιστα πομπῆς καὶ νόστοιο τύχῃς 6.290; τεῦχε δὲ πομπήν 10.18, cf. Pi.P.4.164; πομπᾶς ἁγεμών E.Rh.229 (lyr.).    3 mission, θεοῦ τινος πομπῇ sent by . ., of a dream, Hdt.7.16.β, cf. Pl.R.383a; κατὰ σημείων πομπάς ib.382e: simply, sending, ξύλων Th.4.108.    II solemn procession, Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῦντο Heraclit.15; ὑπὸ πομπῆς in procession, Hdt.2.45; σὺν πομπῇ Id.7.197; πομπὴν πέμπειν Id.5.56, Ar.Av.849, Th.6.56; τὰς π. πεμπειν, pompeu=sai D.4.26, IG22.1028.14; τῆς π., ὅπως ἂν ὡς κάλλιστα πεμφθῇ ib.12.84.26; τινι in honour of a god, Ar.Ach.248; μήλων κνισάεσσα πομπά the flesh of sheep for sacrifice carried in procession, Pi.O.7.80.    b at Rome, triumphal procession, Plb.6.39.9, etc.: generally, τείνειν π. lead a long procession, of a military expedition, A.Th.613.    2 metaph., pomp, parade, π. καὶ ῥημάτων ἀγλαϊσμός Pl.Ax.369d.    3 personified, on a vase, AJA30.424.

German (Pape)

[Seite 678] ἡ, Sendung, Geleit, mit dem Nebenbegriffe des Wegzeigens und des Schutzes, ὁ βῆ Λυκίηνδε θεῶν ὑπ' ἀμύμονι πομπῇ, Il. 6, 171, vgl. Od. 5, 32; Ζεφύροιο πομπαί, Pind. N. 7, 29; auch Entsendung in die Heimath, Heimsendung, ἔπειτα δὲ καὶ περὶ πομπῆς μνησόμεθα, Od. 7, 192, vgl. 193. 8, 545. 11, 332, wobei immer an die Beschaffung der zur Reise nöthigen Dinge zu denken, vgl. bes. 15, 150. 176. 180; ὄφρα τάχιστα πομπῆς καὶ νόστοιο τύχῃς παρὰ πατρός, 6, 290; αὐτὰρ ἐμοὶ πομπὴν ὀτρύνετε πατρίδ' ἱκέσθαι, 7, 151; πομπᾷ Διὸς ξενίου, Aesch. Ag. 728; vgl. πομπαῖσιν Ἀφροδίτας, Εὐρυσθέως, Eur. Hel. 1131 Herc. Fur. 580; aber πομπὴν τείνειν ist = Weg machen, Aesch. Spt. 595; ὑπ' εὐθύφρονι πομπᾷ, Geleit, Eum. 987; οὐρίας πομπῆς σπανίζων, Eur. I. A. 352; πομπὴν πέμπειν τινί, Ar. Ach. 236 u. öfter. – Ein feierlicher Aufzug unter großem Geleit, eine Procession, μήλων κνισσάεσσα πομπά, Pind. Ol. 7, 80, vgl. N. 7, 46 P. 5, 85; Her. 2, 45; περί τε τὰς πομπὰς καὶ τοὺς ἀγῶνας, Thuc. 2, 13 u. öfter; πομπὰς ποιεῖσθαι, Plat. Legg. VII, 796 c; auch übertr., εἰς πομπὴν καὶ ῥημάτων ἀγλαϊσμὸν ἀνύτει, Ax. 369 d. Bei den Römern = Triumphzug. – Das Senden, Schicken, ἐνυπνίου, Plat. Rep. II, 343 a; αὐτός μοι πομπὴν παρασκευάσειν ἔφη, er werde meine Ueberfahrt besorgen. Ep. VII, 345 e. – Aber θείη πομπή ist = göttliche Schickung, Fügung, g. Antrieb, Her. 1, 62. 3, 77. 4, 152. 8, 94 u. Sp.