νεότευκτος
English (LSJ)
ον,
A newly wrought, κασσίτερος Il.21.592; εἰκών Epigr.Gr.311 (Smyrna).
German (Pape)
[Seite 245] neu bereitet, neu gemacht, κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο, Il. 21, 592.
ον,
A newly wrought, κασσίτερος Il.21.592; εἰκών Epigr.Gr.311 (Smyrna).
[Seite 245] neu bereitet, neu gemacht, κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο, Il. 21, 592.