ζάλη

Revision as of 19:55, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6a)

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A squall, storm, driving rain, A.Ag.656, S.Aj.352 (lyr.), etc.; κονιορτοῦ καὶ ζάλης ὑπὸ πνεύματος φερομένου Pl.R.496d; ζάλῃ πνευμάτων by a storm of winds, Id.Ti.43c; χειμὼν καὶ ζ. Hp.Insomn. 89; ζ. ἀνέμων Plu.2.993e; βέλεσι πυρπνόου ζάλης, of the fiery rain from Aetna, A.Pr.373: metaph., ζάλαι storms, distresses, Pi.O.12.12; ἡ τοῦ βίου ζ. Procop.Gaz.Ep.47; λογισμῶν ζάλαι Cat.Cod.Astr. 2.211; οἴκου ζ., of women, Secund.Sent.8.

German (Pape)

[Seite 1136] ἡ (vgl. σάλος u. ζέΕω), heftige Bewegung des Meeres, Wogengebraus, Sturm u. Unwetter übh., nach VLL, ταραχὴ καὶ κλόνος ὑδάτων (nach Eust. παρὰ τὸ ζέειν τὴν ἅλα), συστροφὴ ἀνέμων μεγάλων, od. nach Suid. ἀπὸ τοῦ σφόδρα ἁλίζεσθαι. So ἀνιαραί Pind. Ol. 12, 12; ὀμβρόκτυπος Aesch. Ag. 651; κῦμα φοινίας ὑπὸ ζάλης κυκλεῖται, übertr., Soph. Ai. 345; πνευμάτων Plat. Tim. 43 c; ἐν χειμῶνι ὑπὸ κονιορτοῦ καὶ ζάλης ὑπὸ πνεύματος φερομένου, d. i. Regengüsse, Rep. VI, 496 d; Suid. bemerkt τινὲς ζάλην τὴν χάλαζαν.