ἄπαρνος
English (LSJ)
ον, (ἀρνέομαι)
A denying utterly, ἄ. ἐστι μὴ νοσέειν Hdt.3.99, cf. Antipho 1.9 and 10: c. gen., ἄ. οὐδενὸς καθίστατο she denied nothing, S.Ant.435. II Pass., denied, ᾇ . . οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει to whom nothing is denied, A.Supp.1039 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 280] (ἀρνέομαι), nach B. A. p. 8 σεμνότερον καὶ πολιτικώτερον als ἔξαρνος, verweigernd, abschlagend, Aesch. Suppl. 1023, in einer sehr unsicheren Stelle, wo es Andere pass. erkl.; läugnend, ἄπαρνος οὐδενὸς καθίστατο Soph. Ant. 431; ἄπαρνός ἐστι μή μιν νοσέειν Her. 3, 99; οὖσα Antiph. 1, 9.