ἡ,
A lesser celandine, Ranunculus Ficaria, Thphr.HP7.7.3.
[Seite 410] ἡ, eine wilde, eßbare Pflanze, Theophr.
ἀφία: (;) ἡ, εἶδος ἐδωδίμου φυτοῦ ἀγρίου, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 7, 3.