Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
(παρθένος)
A deflower, Sch.Luc.DMar.7.1.
[Seite 771] entjungfern, Schol. Luc. D. Mar. 7, 1.
ἐκπαρθενεύω: (παρθένος) ἀφαιρῶ τὴν παρθενίαν, διακορεύω, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 7. 1.