χρυσοφάεννος
English (LSJ)
[ᾰ], ον, = sq.,
A πτέρυγες Anacr.25.
German (Pape)
[Seite 1382] ον, = Folgdm, Luc. Herc. 8, aus Anacr.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοφάεννος: [ᾰ], -ον, = τῷ ἑπομ., χρυσοφαέννων πτερύγων Ἀνακρ. 24. (23).
[ᾰ], ον, = sq.,
A πτέρυγες Anacr.25.
[Seite 1382] ον, = Folgdm, Luc. Herc. 8, aus Anacr.
χρῡσοφάεννος: [ᾰ], -ον, = τῷ ἑπομ., χρυσοφαέννων πτερύγων Ἀνακρ. 24. (23).