ά (Ion. ή), όν,
A = πισσήεις, ἡ π. (sc. κηρωτή) pitch ointment, Hp.Fract.24, cf. Gal.18(2).365.
[Seite 619] = πισσήεις, Galen.
πισσηρός: -ά, -όν, = πισσήεις, Γαλην.