α, ον,
A that must be crossed or passed through, ποταμός X.An.2.4.6; νάπος ib.6.5.12. II διαβατέον one must cross, Plb. 5.51.5, Plu.Luc.31, etc.
διαβᾰτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. ὃν ὀφείλει τις νὰ διαβῇ ἢ περάση, ποταμὸς Ξεν. Ἀν. 2. 4, 6˙ νάπος αὐτόθι 6. 5, 12.