A = ἀναπολέω, of a field, Pi.P.6.3.
[Seite 203] ἄρουραν, den Acker umwenden, umpflügen, Pind. P. 6, 3.
ἀναπολίζω: ἀναπολέω, «ξαναοργώνω», ἐπὶ ἀγροῦ, μεταφ., ἢ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν Πινδ. Π. 6. 2.