Adv.
A in a few places, πάνυ που ὀ. Pl.Chrm.160c, cf. Arist.Rh.1404b29.
[Seite 320] an wenigen Orten; Plat. Charm. 160 c; Arist. u. Folgde.
ὀλῐγᾰχοῦ: Ἐπίρρ., ἐν ὀλίγοις τόποις, πάνυ που ὀλ. Πλάτ. Χαρμ. 160C, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 2· ὀλιγάκις.