βοσκηματώδης
English (LSJ)
ες,
A brutish, bestial, θηριῶδες καὶ β. Str.5.2.7, cf. Ocell.4.14, M Ant.4.28; ἀναίσθητος καὶ β. Aristid Quint.2.6: coupled with ζῳ ώδης, Iamb.Protr.21.ιέ; β. ἔννοιαι Procl.in Cra.p.68P.
German (Pape)
[Seite 454] ες, viehmäßig, Strab. 5, 5. 7 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βοσκηματώδης: -ες, (εἶδος) κτηνώδης, θηριῶδες καὶ β. Στράβ. 224.