κήμωσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A muzzling, Hsch. (also κίμωσις).
German (Pape)
[Seite 1431] ἡ, das Anlegen des Maulkorbs, Hesych. erkl. φίμωσις.
Greek (Liddell-Scott)
κήμωσις: -εως, ἡ, φίμωσις, Ἡσύχ., παρ’ ᾧ εἴρηται καὶ κίμωσις.
εως, ἡ,
A muzzling, Hsch. (also κίμωσις).
[Seite 1431] ἡ, das Anlegen des Maulkorbs, Hesych. erkl. φίμωσις.
κήμωσις: -εως, ἡ, φίμωσις, Ἡσύχ., παρ’ ᾧ εἴρηται καὶ κίμωσις.