εὔπακτος
English (LSJ)
Dor. for εὔπηκτος, B. 16.82, etc.
German (Pape)
[Seite 1086] dor. für εὔπηκτος, Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπακτος: Δωρ. ἀντὶ εὔπηκτος.
Dor. for εὔπηκτος, B. 16.82, etc.
[Seite 1086] dor. für εὔπηκτος, Theocr.
εὔπακτος: Δωρ. ἀντὶ εὔπηκτος.