ές,
A stretched on high, πόδες Opp.C.3.492; αὐχήν Nonn.D.4.376; on high, δαίμων ib. 40.83.
ὑψῐτενής: -ές, ὁ εἰς ὕψος ἐκτεινόμενος, ὑψηλός, δένδρον ὑψιτενές τε καὶ εὔκομον Θεοφυλ. Σιμοκ. Ἱστ. 38, 16, ἔκδ. Βόννης.