δικαστεία
English (LSJ)
ἡ,
A function of a δικαστής, ib.12(9).4.8 (Carystus), CIG3184 (Smyrna), Ἀρχ. Ἐφ. 1911.134 (Gonni).
German (Pape)
[Seite 628] ἡ, = δικαστήριον, Inscr. 3184.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαστεία: ἡ, δικαστήριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2152b (Προσθ.), 3184, 3568f (Προσθ.).