late form of ἀπόλλυμι, LXX4 Ma.6.14, v.l. in Eust.712.55, etc.
ἀπόλλω: Βυζ. τύπος τοῦ ἀπόλλυμι, πρβλ. Εὐστ. 712, 55, κτλ. Ἑβδ. (Μακκ. Δ΄, Ϛ΄, 14) ὡς ὁ Freld κατὰ τὸν Ἀλεξανδρ. Κώδικα καὶ τὸν Χρυσόστ.