μαίευσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A delivery of a woman in child-birth, Pl.Tht.150b.
Greek (Liddell-Scott)
μαίευσις: ἡ, κοινῶς «ξεγέννημα», Πλάτ. Θεαίτ. 150B.
εως, ἡ,
A delivery of a woman in child-birth, Pl.Tht.150b.
μαίευσις: ἡ, κοινῶς «ξεγέννημα», Πλάτ. Θεαίτ. 150B.