καθεξῆς
English (LSJ)
Adv., = the more usu. ἐφεξῆς, Ev.Luc.1.3, Plu.2.615c, Ael.VH8.7, IGRom.4.1432.9 (Smyrna); poet.
A κατά θ' ἑξείης Opp. C.3.59.
German (Pape)
[Seite 1283] = ἐφεξῆς; Ael. V. H. 8, 7; Plut. Symp. 1, 1 E.
Greek (Liddell-Scott)
καθεξῆς: Ἐπίρρ.= τῷ συνηθεστέρῳ ἐφεξῆς, Πλούτ. 2.615Β, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 3208. 9· ποιητ., κατάθ’ ἐξείης Ὀππ. Κυν. 3. 59.