εως, ἡ,
A shooting, budding, φύλλων Dsc.1.81, cf. Gp.5.25.1. 2 esp. later budding, Thphr.HP3.5.3 (nisi leg. ἐπι-).
[Seite 754] ἡ, das Auskeimen, Ausschlagen, Geopon.
ἐκβλάστησις: -εως, ἡ, βλάστησις, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ., πρβλ. Γεωπ. 5. 25, 1.