ές,
A unsteady, uncertain, χαρά Ph.2.548. Adv. -νῶς, ἔχειν to be in doubt, 2.171.
ἀμφικλῑνής: -ές, (κλίνω) ὁ εἰς ἀμφότερα τὰ μέρη κλίνων, ἀσταθής, ἀβέβαιος, χαρὰ Φίλων 2. 548. Ἐπίρρ. -νῶς ἔχω, ἀμφιβάλλω, εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ὁ αὐτ. 2. 171.