ές,
A just split or cloven, ὄρος Nonn.D.45.307.
[Seite 245] ές, eben erst gespalten, Nonn. 45, 307.
νεοσχιδής: -ές, ὁ πρὸ μικροῦ σχισθείς, ὄρος Νόνν. Δ. 25. 307.